|
ο тот(__,__) кто сдаёт в аренду, внаём #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто сдаёт в аренду? — εκμισθωτής как с (ново)греческого переводится слово εκμισθωτής? — тот, кто сдаёт в аренду — αυτοσχεδίαση — στεφανηφορώ — γαλέττα — υπάλληλος — μασκαραλίκι — Πολωνέζος — ενταφίαση — χρονογραφία — εννεάμηνος — απετάλωτος — ατμομηχανικός — βοσκήσιμος — αλευρούχος — υποτροχήλιον — μεσομύιος — μπανιστήρι — κροταφιαιος — γουάς — γκελλώ — κακορρίζικος — αγελαδοστάσιο |
|||