|
η двуязычие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двуязычие? — διγλωσσία как с (ново)греческого переводится слово διγλωσσία? — двуязычие — επιλαχών — σκυλόβρισμα — σημειωτός — τσίχλα — αλειτούργητος — αλσοδίαιτος — δεξιός — υποχονδρία — μαμμούθ — κατηγορώντας — απώλεια — εγχρίω — ξεγύρισμα — πνιχτικός — μεγαλόπιασμα — διαυγής — πανουκλιασμένος — σάλεμα — κονιορτός — ηλειακός — αφίχθην |
|||