Новогреческий словарь
μάσκα
μάσκα
η 1)
маска
(маскарадная, тж. перен.);
πετώ τή ~ — сбросить маску
;
εμφανίζομαι με τή ~ τού ειρηνοποιού — [phrase]он выдаёт себя за миротворца[/phrase]
;
2) мор.
скула
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
маска
? —
μάσκα
как на
(ново)греческом
будет слово
скула
? —
μάσκα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μάσκα
? — маска, скула
#
(ново)греческий словарь
—
αλευροβιομήχανος
—
υπερυπουργείο
—
απεχθής
—
αρματώνω
—
γαλατόχορτο
—
οφείλομαι
—
ψαρομάλλης
—
κατηγόρημα
—
κατεβασμένος
—
χορηγός
—
απονεκρώνω
—
αλληλογράφος
—
κατασπώ
—
καρνέ
—
ανενταφίαστος
—
ξυλοπόδαρος
—
ξεμυστηρεύομαι
—
καρδιογραφία
—
Βλάχος
—
κορσές
—
αβασταγή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве