|
сильно бить; избивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сильно бить? — κατασκοτώνω как на (ново)греческом будет слово избивать? — κατασκοτώνω как с (ново)греческого переводится слово κατασκοτώνω? — сильно бить, избивать — φαγοκύτταρο — ξεχειλωμένος — δασύνομαι — αστίατρος — ανακάτευτος — τσέτσικας — συκόμορον — ακοκκίνιστος — εξόριστος — απροφυλαξία — ισραηλίτισσα — ακούμπωτος — σακχάρωση — τσίμπημα — ηχολογώ — αρχιλόχειος — μπαμπακιάζω — περιστέρα — γλώσσημα — σοδομιτής — γαγγραινώδης |
|||