Новогреческий словарь
ομόκεντρος
ομόκεντρ|ος
концентрический
;
~όι κύκλοι — геом. концентрические окружности; концентры
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
концентрический
? —
ομόκεντρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ομόκεντρος
? — концентрический
#
(ново)греческий словарь
—
σπερματούχος
—
υποχρεωτικότητα
—
βολιδόσχοινον
—
προσωποποιία
—
ζαχαροπλάστης
—
ολοκληρωτικότητα
—
ανάχωση
—
ερίτιμος
—
διακονεύω
—
αλληλοσφάζομαι
—
στιχοποιός
—
βορίζει
—
φύρα
—
λαθροχειρία
—
επινεφριδικός
—
ασημοκεντώ
—
αρράντιστος
—
αναισθητοποιούμαι
—
γυμνασιάρχης
—
συγχρονισμός
—
τσουλί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве