Новогреческий словарь
συκοφαντικός
συκοφαντικός
клеветнический
;
~ό κατηγορητήριο — клеветническое, необоснованное обвинение
;
~ υπαινιγμός — инсинуация
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
клеветнический
? —
συκοφαντικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
συκοφαντικός
? — клеветнический
#
(ново)греческий словарь
—
κάρυον
—
μουνοθύελλα
—
μποουλάς
—
ανοσία
—
ύστατος
—
ακριβοζυγιασμένος
—
εκθρονισμός
—
απονίβω
—
πιστολάκι
—
νυκτοφυλακή
—
ισχιαλγία
—
ιερολογία
—
μύς
—
διάχυτος
—
καταληστεύω
—
γύρεψη
—
λεπτοτομία
—
διαστημάνθρωπος
—
μύριοι
—
χρησμωδός
—
κατάφωρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве