|
занятый; είμαι ~ — [phrase]я занят[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово занятый? — απασχολημένος как с (ново)греческого переводится слово απασχολημένος? — занятый — ξέκωλος — υπόμνηση — ευαπάτητος — γυναικάκι — ιππηλάτης — ακουαρέλα — γαλλομάθεια — εδέχθην — ρούζ — εμβληματικός — πατερημά — βλαχίλα — ευρεσίτεχνο — μαλαχτικό — ναυτολογία — χαλεπός — τζαμπατζής — αντίχειρας — δημοσιογραφικός — χρηματολάτρης — μακρόλαιμος |
|||