|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δεσποσύνη? — — λενινιστικά — νάτριο — τυχαίο — συγκεραννύω — ξυλόκοτα — λυσσώδης — κατευθείαν — σύνορο — παπουτσωμένος — αποφοιτώ — αρχοντολογικός — μονοκύλινδρος — βασκανθήρα — φωναχτός — γεωλόγος — άμβλυνση — τζοβαΐρι — σακχαρώδης — κατοχέας — χουλιάρα — αντισυνταγματικώς |
|||