|
το анат. ключица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ключица? — κλειδοκόκκαλο как с (ново)греческого переводится слово κλειδοκόκκαλο? — ключица — σούφρας — μαλλιαρωσύνη — εγγονάκι — ασύσταγος — μάλθα — αμφίστροφος — λαμπεράδα — προγονολατρεία — κόφα — διορυχή — ερασιτεχνισμός — συντόμευση — κατασκορπώ — τσιρλίζω — αρχιεπίσκοπος — λιμοκτονία — δεκάρι — δισεκατομμύριο — αυταρχικός — αφλόγιστος — ποντικοφαγωμένος |
|||