Новогреческий словарь
αξομολόγητος
αξομολόγητ|ος
1)
неисповеданный
;
2)
непризнанный
(о проступках)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неисповеданный
? —
αξομολόγητος
как на
(ново)греческом
будет слово
непризнанный
? —
αξομολόγητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αξομολόγητος
? — неисповеданный, непризнанный
#
(ново)греческий словарь
—
ευνούχος
—
μαγνητοσκόπηση
—
ανατύπωμα
—
προσωποπαγής
—
ανεξουσίαστος
—
λιθανθρακόπισσα
—
αλληλοδιδακτικός
—
αδηφάγος
—
ακληρία
—
ρουμπινύς
—
ελαττώνομαι
—
υβριστής
—
παπυρικός
—
καρδιοχειρουργός
—
γυφταρειό
—
κατωφέρεια
—
δικαιοστάσιο
—
φωτοτυπία
—
περιστέλλομαι
—
κομματισμός
—
κεφαλομάντηλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве