|
το четвёртая часть (чего-л.); четвертушка (бумаги) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово четвёртая часть? — κουάρτο как на (ново)греческом будет слово четвертушка? — κουάρτο как с (ново)греческого переводится слово κουάρτο? — четвёртая часть, четвертушка — Ιρακινος — υπτίως — ψηφιδωτός — αεριοστρόβιλος — εικοσιπεντάρια — Βένετοι — ζηλαδέρφια — διπλάρωμα — λουκούμι — μπλογκόσφαιρα — εβραίικος — κιτρινοπούλι — αλληλασφαλιστικός — έν — αποβιομηχάνιση — αγγουροντοματοσαλάτα — ναυτόπαιδο — μοσχομυρωδάτος — ευσέβεια — ανεμπόδιστος — ποιητάκος |
|||