Новогреческий словарь
υπόσχομαι
υπόσχομαι
(αόρ. υποσχέθηκα)
обещать; сулить
(прост.);
σού ~ νά μή καπνίσω — [phrase]обещаю тебе не курить[/phrase]
;
===
~ λαγούς με πετραχήλια — сулить золотые горы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обещать
? —
υπόσχομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
сулить
? —
υπόσχομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπόσχομαι
? — обещать, сулить
#
(ново)греческий словарь
—
σαγονάς
—
αρειανός
—
χλεμπονιάρης
—
καλησπέρα
—
ξύστρον
—
αλληλοσκοτωμός
—
αχρειόστομος
—
πληροφοριοδότης
—
—
θοπτικά
—
βώλαξ
—
γαστερόποδα
—
εφτακοσάρα
—
ραδιοαστρονομία
—
σιγουράδα
—
προστατευτισμός
—
κωλύομαι
—
άναρχος
—
θεληματάρης
—
διαδρομεύω
—
πλιατσικολογία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве