|
праздный, ничем не занятый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово праздный? — ανάσχολος как на (ново)греческом будет слово ничем не занятый? — ανάσχολος как с (ново)греческого переводится слово ανάσχολος? — праздный, ничем не занятый — ροκέττα — μητρώος — ασυναρτήτως — ακινητότητα — τρυπητός — υδρόμετρο — αποσχηματισμός — μανταρισμένος — μιλτόχρους — Κινέζος — ανιχνευτήρας — προσβατότητα — ένδικος — αχλάδι — ωτοασπίδα — μισοχορτασμένος — αρχοντόπουλος — αναλιγώνω — απόσηψη — αλογόπετρα — αχαρτοσημαστός |
|||