|
кроветворный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кроветворный? — αιμοπλαστικός как с (ново)греческого переводится слово αιμοπλαστικός? — кроветворный — κοκκώνα — νεφέλιο — διαφοροποίηση — εβραϊκός — κοκοχρονίζω — τσίτωμο — γρατζουνίζω — χαρτοπαίχτης — προσαρμοσμένος — βαριαναστενάζω — ραφιναρισμένος — ξεχαρβόλωμα — μαυρομάτικος — ανατεταμένος — δαφνοελιά — καλλίμορφος — μηρός — ποντικοφάρμακο — δημαρχία — επανειλημμένως — υποπλέω |
|||