Новогреческий словарь
αποκαθαρτήρας
αποκαθαρτήρας
(-ηρος) ο воен.
банник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
банник
? —
αποκαθαρτήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποκαθαρτήρας
? — банник
#
(ново)греческий словарь
—
κοχύλι
—
μετωρίζομαι
—
μοσχογαλή
—
ηλεκτρονόμος
—
ενυδάτωση
—
αναρροφητικός
—
παραδαρμένη
—
κοπτήρας
—
εισηγούμαι
—
μελιχρούς
—
πήχτρα
—
μονόσπιτο
—
σκράπας
—
νουθέτηση
—
στηθοσκοπικός
—
μετακόσμιος
—
διαβάθμιση
—
λαγοπροβιά
—
νερόφιδο
—
μονομεταλλισμός
—
έλασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве