Новогреческий словарь
γαστρονομικός
γαστρονομικός
1)
гастрономический
;
2)
кулинарный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гастрономический
? —
γαστρονομικός
как на
(ново)греческом
будет слово
кулинарный
? —
γαστρονομικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
γαστρονομικός
? — гастрономический, кулинарный
#
(ново)греческий словарь
—
αλειμματοδόχη
—
ξενολατρία
—
ψειραλοιφή
—
μικροβατικός
—
παραμυθιάζω
—
ακαλανθίς
—
ανθρακικό
—
φρενοβλάβεια
—
σεξουαλικός
—
σέμνωμα
—
ατσιγγαναρειό
—
ανακόνητος
—
παραγραφή
—
δάγκαμα
—
αλήτης
—
λουτρολογία
—
ανακατώνομαι
—
υποπρόξενος
—
ομοιοκατάληκτος
—
φτεροπηδώ
—
σαφρακιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве