Новогреческий словарь
τσιμουδιά
τσιμουδιά
η :
~! — [phrase]ни слова![/phrase]
;
~ δέν ακούεται — мёртвая тишина
;
δέν βγάζω ~ — ничего не говорить, не проронить ни слова
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
τσιμουδιά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανεμόμετρο
—
βούθουνας
—
πειραματιστής
—
επιχειρηματικός
—
σωροκουβαριάζομαι
—
κουνάω
—
κυβικός
—
ευήθης
—
κουκουλλόσπορος
—
μαλάχη
—
ταξιτζίνα
—
συγχρονισμός
—
ευθυμολογία
—
ανάψυξη
—
σέλα
—
ασφυρηλάτητος
—
επιμελημένος
—
κάτασπρος
—
γιουρουστίζάω
—
θεράπαινα
—
αυτοαιμοθεραπεία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве