Новогреческий словарь
τέρμινο
τέρμινο
το
срок
;
δύο ~α — два срока
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
срок
? —
τέρμινο
как с
(ново)греческого
переводится слово
τέρμινο
? — срок
#
(ново)греческий словарь
—
φετίχ
—
ξεμασκαλίδι
—
αψινθίαση
—
μανάρι
—
μπολσεβίκος
—
καύσος
—
πρωτοξείδιο
—
εκκλιση
—
φουσάτο
—
πανθεϊσμός
—
αυτοραθιογραφία
—
καρδιογραφία
—
καυστικότητα
—
αριθμόμετρο
—
παλιάνθρωπος
—
παρεπίδημος
—
ακρόλοφος
—
μπανιστής
—
μελινίτιδα
—
φωνώ
—
φτιασιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве