|
ούσα, όν добровольный; εκών άκων — волей-неволей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово добровольный? — εκών как с (ново)греческого переводится слово εκών? — добровольный — εξυγιαντικά — βουρδουλίζω — λιθαγωγός — γραμματοσημοσυλλέκτρια — Μανούσος — ξεθερμίζω — ουρηθροσκοπία — ωτοσκόπηση — ανατρέχω — ματα- — αποχρωματίζω — ερεθιστικός — καροτσιέρης — σμίξη — μουνάκιας — μετασεισμικός — ζαχαροδοχείο — κομψοτεχνία — ρεζισσέρ — ένθεσις — ασύρματος |
|||