Новогреческий словарь
ξεχνώ
ξεχνώ
(αόρ. (ε)ξέχασα )
забывать
;
~ τό όνομα κάποιου — забыть (__чьё-л.__) имя
;
~ τά λεφτά στό σπίτι — забыть деньги дома
;
κάνω νά ξεχάσει — отвлекать (от чего-л.), заставлять забыть (что-л.)
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
забывать
? —
ξεχνώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεχνώ
? — забывать
#
(ново)греческий словарь
—
τσιγκούνικος
—
παραφθαρμένος
—
χαρτόμαντις
—
ετεροκίνητος
—
συνερίζομαι
—
εκσπερμάτωση
—
ζουπιστός
—
χρονολόγηση
—
αυτοσχεδιασμός
—
ψυχονεύρωση
—
διστάζω
—
εθελοντής
—
επιβήτωρας
—
ελικοειδής
—
χαρτοπετσετούλα
—
αραχιθέλαιον
—
αποτελεσματικότητα
—
ρυάζομαι
—
κλαδί
—
αγριόγαλλος
—
λογόστεμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве