Новогреческий словарь
κρονόληρος
κρονόληρ|ος
ο
старый дурень
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
старый дурень
? —
κρονόληρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρονόληρος
? — старый дурень
#
(ново)греческий словарь
—
δουλικός
—
μπογάτσα
—
αλλοπαθής
—
χαρτοδέτηση
—
μεταξάδικο
—
σκότωμα
—
στηθοχτυπιέμαι
—
ταφή
—
μυθιστόρημα
—
μιναρές
—
τσιφούτης
—
βιογραφία
—
παγόδα
—
φρυμάζω
—
νεωτερίστρια
—
αβανγκαρντιστής
—
κλεψιτυπία
—
ιμπεριαλιστής
—
δωδεκασύλλαβος
—
κατανεύω
—
στουπιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве