|
(αόρ. συνέθλιψα, παθ. αόρ. συνεθλίφθην и συνεθλίβην) сжимать, сдавливать; давить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сжимать? — συνθλίβω как на (ново)греческом будет слово сдавливать? — συνθλίβω как на (ново)греческом будет слово давить? — συνθλίβω как с (ново)греческого переводится слово συνθλίβω? — сжимать, сдавливать, давить — αποτέτοιος — επαναδραστηριοποίηση — ραβαΐσι — δυσαρίθμητος — ελαιοπιεστήριον — γοργογιάνι — πυργώνω — ελασματουργός — νερομάνα — θρομβώδης — υδατόμετρο — σαμαρώνομαι — οδοιπορικό — ξεσπιτώνω — σιφούνι — συνδημότης — εθνικότητα — τσαμπουνοτούμπακα — αιμοφόρος — αρζαντό — δασώδης |
|||