|
το пропуск (в запретную зону, в оккупированный войсками район) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пропуск? — ασφάλιον как с (ново)греческого переводится слово ασφάλιον? — пропуск — κατεδάφιση — μερεμέτισμα — διψασμένος — ναυτολόγιο — σωσίβιο — κομμωτικός — ακονιστικός — σακχαρότευτλο — πεινώ — ανελλιπής — τοπογράφος — αγρικώ — αλλέα — ξεκομμένα — πρωτοπορεία — νύσσω — θαλασσοπόρος — φυγοδικώ — κουραδόμαγκας — ωτολογικός — παραλύω |
|||