|
(αόρ. (ε)σμίκρυνα, παθ. αόρ. (ε)σμικρύνθηκα ) уменьшать размеры (чего-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уменьшать размеры? — σμικρύνω как с (ново)греческого переводится слово σμικρύνω? — уменьшать размеры — παμψηφία — γιγαντισμός — εντειχισμός — ρεμπετεύω — μπατίκια — συννεφής — μπούκλα — αλληλοσπαραγμός — κεφαλαιοκρατία — μπατζίνα — τσίτωμο — συναίσθημα — ζωοπαθολογία — αλειμματοκέρι — μπέκρος — δορκάς — γλυκοκοιμισμένος — φλέβα — κατάχλομος — τσερβέλλο — επίφραξη |
|||