Новогреческий словарь
αυλακοχαράκτης
αυλακοχαράκτης
ο с.-х.
канавокопатель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
канавокопатель
? —
αυλακοχαράκτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυλακοχαράκτης
? — канавокопатель
#
(ново)греческий словарь
—
Κρόνος
—
άρεση
—
τάρταρα
—
χαλίκωμα
—
δημεύω
—
σφιχτοδένω
—
αζεμάτιστος
—
μεσονυχτίς
—
ομολογιακός
—
κουτσούνα
—
δωδεκάμηνο
—
φρίττω
—
ρολάρω
—
αποδέσμευση
—
κορούνδιο
—
βδελυρότητα
—
απορροφημένος
—
βροντοκόπημα
—
αρχινίζω
—
λόγω
—
παραπονεμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве