Новогреческий словарь
σταθμογράφος
σταθμογράφ|ος
ο
уровнемер
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уровнемер
? —
σταθμογράφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σταθμογράφος
? — уровнемер
#
(ново)греческий словарь
—
οβριακή
—
επιβράχυνσις
—
μελανίας
—
τουμπανιασμένος
—
οροστεγής
—
καπνέμπορας
—
απρόσκλητα
—
πάτος
—
άρραφτος
—
λευτερώνω
—
σύστημα
—
προσδοκάω
—
καταπινάδι
—
αντισταθμισμένος
—
τυροποίηση
—
ξαπολνάω
—
επαπειλώ
—
απαιτούμενα
—
φίρμα
—
θεληματάρης
—
υποδειγματικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве