Новогреческий словарь
αλαφροποινίτης
αλαφροποινίτης
ο
тот(__,__) кто понёс лёгкое наказание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тот, кто понёс лёгкое наказание
? —
αλαφροποινίτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλαφροποινίτης
? — тот, кто понёс лёгкое наказание
#
(ново)греческий словарь
—
εμψύχωση
—
υπερτροφικός
—
πηγαδίσιος
—
εξυγίανση
—
δασοπονία
—
γλυκολέϊμονο
—
συστήνομαι
—
φυσιοθεραπεύτρια
—
εκφυλιστικά
—
ετεροθαλής
—
μισοφέγγαρο
—
επαργυρώνω
—
κάλυψη
—
χαμαίφυτο
—
χριστιανισμός
—
ισογώνιος
—
ηφαιστειολογία
—
απανωταριά
—
συμπυκνωτής
—
τζόγος
—
λεμφαγγείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве