|
το 1) спуск, скатывание вниз; 2) скат, склон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спуск? — κατηφόρισμα как на (ново)греческом будет слово скатывание вниз? — κατηφόρισμα как на (ново)греческом будет слово скат? — κατηφόρισμα как на (ново)греческом будет слово склон? — κατηφόρισμα как с (ново)греческого переводится слово κατηφόρισμα? — спуск, скатывание вниз, скат, склон — γλυκοξέφωτα — αφρονίμευτος — επεξεργαστής — αποφώλιος — υπνωτίζομαι — φοινικοβάλανος — γλύκωμα — πλαστικοποιούμαι — συμβιβασμένος — διαπέρασμα — επισκήπτω — κατακοκκινίζω — δεοτερόκλαδος — γουργούρι — διασωλήνωση — αψιμαχώ — άβαφτος — συμπεριληπτικός — ακράδαντα — ελαιώδης — σακχαροποίηση |
|||