|
1) ночной; вечерний; 2) тёмный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ночной? — νύχτιος как на (ново)греческом будет слово вечерний? — νύχτιος как на (ново)греческом будет слово тёмный? — νύχτιος как с (ново)греческого переводится слово νύχτιος? — ночной, вечерний, тёмный — διαλλακτικός — ελονοσία — μαστοράντζα — πολυθέλγητρος — κιονοστάτης — συχωρώ — μουτρωμένος — πανουκλιάρης — ακρεοφάγος — στρατοπεδεία — επιστητός — ολοφάνερα — μακρολογώ — στερεογραφόμετρο — ξινόγλυκος — εμβρυοπλαστικός — άρμπορο — δευτερωμένος — ανετοίμαστος — γιαραμπής — χυδαϊκός |
|||