|
мор. навались (на вёсла)! #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово навались? — ερειδε как с (ново)греческого переводится слово ερειδε? — навались — σκί — ξηραίνομαι — παρασύνθετος — αυτοϊκανοποιούμαι — ψιλικά — ελεφαντένιος — καρύκι — εκπομπεύω — υδροϊωδικός — ρύμη — προίκα — ουρμπανισμός — πλέκτης — μποτίλια — επιπλώνομαι — λενινιστικός — αξεπλέρωτος — δοξασία — σκλήρωση — βηματάρης — ανασπαράσσω |
|||