Новогреческий словарь
ερειδε
ερειδε
мор.
навались
(на вёсла)!
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
навались
? —
ερειδε
как с
(ново)греческого
переводится слово
ερειδε
? — навались
#
(ново)греческий словарь
—
ανώριμος
—
υψίκορμος
—
σεληνάκατος
—
συγκατηγόρημα
—
υπόφυση
—
βαφτιστήρι
—
ζουρλά
—
ταβανοσάνιδο
—
δουλεία
—
πεντάκλιτος
—
γραφικότητα
—
κάθουμαι
—
αφώτιστα
—
ηράνθεμο
—
ταπητουργείο
—
οκτάωρο
—
φουαγιέ
—
αμφιπρόστυλος
—
κακοτυχιά
—
αλλαξοπιστώ
—
κολοκύθα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве