|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πανύψηλος? — — αθαματούργητος — τσιμπολόγημα — δεινός — τουμπίτσα — δροσόπαγος — εισοδηματίας — ατυράννιστος — απρόσιτος — κορδωμένος — κατσαβίδι — ποδηλατάδικο — μπινές — εντεροειδής — δύσπιστος — βουτυρώδης — διαβιβάζω — ξεκολλημένος — αγγλόφωνος — σπινθηρογράφημα — αρτηριοσκλήρυνση — αριστοτεχνία |
|||