|
ο, η скотокрад #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скотокрад? — ζωοκλόπος как с (ново)греческого переводится слово ζωοκλόπος? — скотокрад — φυρόμυαλος — παλαιοντολογικός — άσεβος — άρριπτος — λευκάκανθα — σκώπτρια — βαρυαλγής — ευπειθώς — γαλακτοποιός — μπουκέτο — εκσπλάγχνιση — εξηνταβελόνισσα — κασσιτεροκόλληση — γλυκοζαχαρένιος — δεκαοκταετία — αποστραγγίζω — μοσχοκαρύα — φουκαριάρης — λεβίθρα — ενδορραχιαίος — υπηρετομεσίτης |
|||