|
ο носорог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово носорог? — ρινόκερος как с (ново)греческого переводится слово ρινόκερος? — носорог — κατσιούλα — ξυλοπέδιλο — αεριοκινητήρας — παρενοχλούμαι — μαθητιώ — Βετελγόζης — επιπρόσθετος — εικονιστικός — δέντρωνω — δεκοεννεαετής — ρομβικός — πρωταριά — σκυφτός — ακαταγώνιστος — καταπονιέμαι — χρησιμοθηρία — ρετσινάτο — φτωχογειτονιά — πωματίζω — ημιλαρχία — θεοδόλιχος |
|||