Новогреческий словарь
υπερπληρώ
υπερπληρώ
переполнять
;
===
~ώθη τό ποτήριον — [phrase]чаша терпения переполнена[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
переполнять
? —
υπερπληρώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπερπληρώ
? — переполнять
#
(ново)греческий словарь
—
ανάδρομα
—
δώρο
—
δεκαετία
—
διαμετακομίζω
—
διαγωνιστής
—
αντιπολεμώ
—
αλεύρινος
—
τριβέλλι
—
φυσιολάτρισσα
—
ελαιογραφία
—
σπιθαμή
—
ξυράφισμα
—
ψυκτήρ
—
συνταύτιση
—
χελωνοβότανο
—
γιορτερός
—
χήνος
—
ορεινός
—
διαρκής
—
σφαγμός
—
στοίχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве