Новогреческий словарь
φρεσκο-
φρεσκο-
первая часть сложных слов, означ.
свеже-
:
φρεσκοβαμμένος —
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
свеже-
? —
φρεσκο-
как с
(ново)греческого
переводится слово
φρεσκο-
? — свеже-
#
(ново)греческий словарь
—
γονατιστήρι
—
κατώι
—
γερμένος
—
παροικιακός
—
βρωμίζω
—
επιμιξία
—
λαπαδιασμένος
—
χρυσορράπτης
—
εθιστικός
—
στεάτινος
—
ομοιόβαθμος
—
κόλπιος
—
δυσυπέρβλητος
—
γλαρομάτης
—
εγγλέζικα
—
μαστρολογώ
—
συλλογικά
—
ενθουσιασμός
—
ρεμπελεύω
—
παστορέλλα
—
γουρουνάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве