Новогреческий словарь
λυχνίσκος
λυχνίσκ|ος
ο уменьш. к λύχνος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
λυχνίσκος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πετυχαίνω
—
κοτύλη
—
χωριάτης
—
ανοιχτός
—
τίμημα
—
συγκεραννύω
—
αντιζύγιασμα
—
οφθαλμοσκόπηση
—
ευνούχισμα
—
πυελομετρία
—
κέντρωμα
—
γινόμενο
—
φαγεδαινικος
—
τσέρι
—
αποβδόμαδα
—
συνεπήχθην
—
εισβολεύς
—
σταυρωτά
—
θρησκευτικότητα
—
πούπετα
—
κοινοτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве