Новогреческий словарь
συγκινησιακός
συγκινησιακός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγκινησιακός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ηλιοσκόπιο
—
πολίχνη
—
Τσεχοσλοβάκος
—
ανάρριμμα
—
φρονιμάδα
—
μαλαγανεύω
—
οφιολατρία
—
ξυλεμπόριο
—
συνδιαλλακτικός
—
τανυώ
—
πολιούχος
—
ανένταλτος
—
ορνίθειος
—
πολλαπλός
—
στρατιά
—
υδρογονάνθραξ
—
καμηλό
—
ψυχωφελής
—
υψιπετής
—
αεριόμορφος
—
εποικοδομή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве