|
испытывать похоть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово испытывать похоть? — καυλώνω как с (ново)греческого переводится слово καυλώνω? — испытывать похоть — περιμαζεύω — υδροκινητήρας — εξαγριωμένος — παρεννόησις — εξομολογητικός — ξέζωστος — καλνώ — ψήλωμα — πήξη — αθωνίτικος — κόλπωμα — παρομοίως — καθυστερημένος — αλέκτωρ — λιγοδύναμος — αναπόταμα — αυτόχρημα — γαλβάνιση — συγχρόνιση — ωτογραφία — ασκηταριό |
|||