|
ширить, расширять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ширить? — πλατύνω как на (ново)греческом будет слово расширять? — πλατύνω как с (ново)греческого переводится слово πλατύνω? — ширить, расширять — γεροξούρης — θέρισμα — χρώσμα — αφηγκράζομαι — μαρκάσι — αποκωδικοποιώ — σαμαρωμένος — γουλιά — ρουτινιέρικος — γατσιόμαλλα — απονήωση — παραβάνω — μονωδία — επιχρωμίωση — αμμόλοφος — συγκλονιστικός — αρμένισμα — αφόδευση — εσώψυχος — παράκουσμα — αποσκοτώνω |
|||