Новогреческий словарь
ηγέρθην
ηγέρθην
παθ. αόρ. от εγείρω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ηγέρθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ειμί
—
κλέψιμο
—
τρεχαντήρι
—
γραμμωτός
—
καλολογικός
—
αμβλύνοια
—
κατασπάνω
—
γκρεμνώ
—
διαβολόκαιρος
—
πολύστροφος
—
νεφρολόγος
—
απλοποιώ
—
φώσφορος
—
βουζιά
—
οπισθοδρόμηση
—
αρμενίζομαι
—
κολληταρτζής
—
λαπάς
—
λιμαρισμένος
—
κωλί
—
πλατύβαθμον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве