Новогреческий словарь
δωμάτιο
δωμάτιο
το
комната
;
~ ύπνου — спальня
;
~ λουτρού — ванная (комната)
;
~ εργασίας — кабинет
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
комната
? —
δωμάτιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
δωμάτιο
? — комната
#
(ново)греческий словарь
—
ατσίκνωτος
—
κωφάλαλος
—
ποιώ
—
πάρλας
—
πεντόζη
—
παραγεμίζω
—
μογεριά
—
συνηγορώ
—
υδροσκόπος
—
αναφυλαξία
—
χυμώ
—
γαλαντομία
—
σακχαροποιός
—
υψιτενής
—
εφελκίδωση
—
κεραμόχρους
—
ακροβατώ
—
ανάκουος
—
δεκαεξαπλάσιος
—
σφαιρόμετρο
—
γιουχάισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве