Новогреческий словарь
απολεπτύνω
απολεπτύνω
(αόρ. απελέπτυνα, παθ. αόρ. απελεπτύνθην)
утончать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
утончать
? —
απολεπτύνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
απολεπτύνω
? — утончать
#
(ново)греческий словарь
—
φωτοειδησεογραφία
—
αναμνηάζω
—
γαρούφαλλο
—
ψυχοπλακώνομαι
—
τραύμα
—
ψύχρα
—
ηλιοφώτιστος
—
κιτρινάδι
—
εγρήγορση
—
αρωματίζω
—
ηγιασμένος
—
κολλητά
—
αντισταθμιστικά
—
ισπανοφιλία
—
ανεπεξέργαστος
—
ατσιγαρία
—
κωλυόμενος
—
καλοταϊσμένος
—
εξαρχαΐζω
—
ατρύγητος
—
υπερκόσμιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве