Новогреческий словарь
οσιότητα
οσιότητα
η 1)
святость
;
2)
ваше священство
(обращение)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
святость
? —
οσιότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
ваше священство
? —
οσιότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
οσιότητα
? — святость, ваше священство
#
(ново)греческий словарь
—
δορυφορία
—
τρίποδας
—
ταχυδρομώ
—
λαδοκούμαρο
—
συνιστώ
—
κιτρινοπούλα
—
καλιγώνω
—
φαρυγγισμός
—
ντρίλλι
—
γιασουμάκι
—
χοροπηδώ
—
εισιτηριοδιαφυγή
—
τετραπερασμένος
—
αναμαλάσσω
—
ιδιωτεία
—
ευκολοάναφτος
—
βραδύπεπτος
—
λαγνεία
—
ελεεινότητα
—
επαναπαύω
—
ρόπτρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве