|
ο чертёнок (тж. о ребёнке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чертёнок? — διαβολάκος как с (ново)греческого переводится слово διαβολάκος? — чертёнок — ασκητικός — αδελφός — σγουρομάλλης — ποδήλατο — άγευστος — οσιομάρτυρας — ξεθηλυκωμένος — αμερικανικός — αλογουρά — αποπλάνηση — πατάρι — οπουδήποτε — συγγενολόι — σοβαρός — βρόμικος — βραχότοπος — κουαρτέττο — διακριτικά — διεκρέω — πτωχοπροδρομισμός — οικοπεδοποίηση |
|||