|
косметический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово косметический? — καλλωπιστικός как с (ново)греческого переводится слово καλλωπιστικός? — косметический — αγγάστρωτη — καπάρωμα — εργαλείο — αριθμούμαι — χειροκρόταλον — φυλλάδα — συργουλίζω — λεξικολόγος — γνώρος — αντίπνοος — λαγγεύω — εκβλήστηση — εγκιβωτίζω — νεφελούμαι — εσωκλείω — υπερσιτισμός — προλαβαίνω — προσεχής — κουτσομπολειό — τηλεκοντρόλ — κορφολόγημα |
|||