Новогреческий словарь
αβγατίζω
αβγατίζω
(αόρ. αβγάτισα) 1) см. αβγαταίνω ;
2)
приумножать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
приумножать
? —
αβγατίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αβγατίζω
? — приумножать
#
(ново)греческий словарь
—
απλούστατα
—
κουρτινόξυλο
—
φορητότητα
—
μιασματικότητα
—
κυκλικότητα
—
υπερρεαλιστικός
—
υγροποιώ
—
οσφρητικότητα
—
αντίφεγγο
—
καραπουτσακλάρα
—
κεμέρι
—
μπαλαρίνα
—
ορθολογικά
—
χαλάλι
—
αντίμετρα
—
σπέρδουκλας
—
πικράδα
—
τσίτωμο
—
κυβιστικός
—
παιδεράστρια
—
μετοικώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве