Новогреческий словарь
αντρούλης
αντρούλης
ο
муженёк
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
муженёк
? —
αντρούλης
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντρούλης
? — муженёк
#
(ново)греческий словарь
—
βρίκιον
—
ψιλοκοσκινίζω
—
αγγειοπάθεια
—
ξάνθισμα
—
στύλος
—
πλεύριση
—
χωσιά
—
αναδιανομή
—
υψηλοτάτη
—
φορτίσιμο
—
σεμνότητα
—
ακατακύρωτος
—
σωληνωτός
—
λαγοκούνελο
—
γοήτευση
—
λουπινάρι
—
μαδώ
—
εθκλουσίως
—
ράϊχ
—
κουμπούρι
—
πουλητής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве