|
землеройный; ~ή μηχανή — землеройная машина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово землеройный? — σκαφτικός как с (ново)греческого переводится слово σκαφτικός? — землеройный — ξυλολατρεία — ζερβοκουτάλα — μπέϊκος — κοίτη — σιλανσέρ — δίυγρος — αντικομμουνισμός — νυμφοστολίζω — ανακλητήριος — κουζινάκι — σύντμηση — μικροκεφαλία — αποψινός — πάλεμα — γενναιοψυχία — επεκτατικός — παραπολύ — μονέδα — μήκος — φαμπρικάντης — μικρόδους |
|||