|
η роды (у животных) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово роды? — γεννησιά как с (ново)греческого переводится слово γεννησιά? — роды — δεντρώνας — αφώναχτος — ξυλιάζω — φρέσκο — αποθαρρυντικός — μυροποιείο — προστυχόμουτρο — ύσκα — ρομάντζο — ευστόμαχος — κατοπτρισμός — απολυταρχικός — ηλεκτροκινητική — μονοπλάνο — φασόλι — μπετονόπροκα — πρωτογενής — μυροφόροι — εστεροποίηση — εντομοφαγία — μυδοκαλλιεργητής |
|||