|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επιστημονικά? — — λαθρεπιβάτισσα — κάδρο — λουκουματζίδικο — χρησμολύτης — σεληνόφωτος — περόνιασμα — υγειονομικόν — πλατσουκομύτης — ξεναγώ — σύλλογος — δωδεκάωρο — χρυσωπός — δωροδέκτης — κουτσομύτης — λαοκατάρατος — φαλαινοθηρικός — παράλλαξις — ομοφυλοφιλία — αστυφυλακή — κολνάω — Αμερική |
|||